στροφός

στροφός
ο
1) строп; 2) мед. заворот кишок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στροφός" в других словарях:

  • στρόφος — twisted band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα …   Dictionary of Greek

  • στρόφοι — στρόφος twisted band masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφοις — στρόφος twisted band masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφοισι — στρόφος twisted band masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφον — στρόφος twisted band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφου — στρόφος twisted band masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφους — στρόφος twisted band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφων — στρόφος twisted band masc gen pl στροφάω turn hither and thither imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στροφάω turn hither and thither imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»